Γυναίκες του Πόντου (2 Επεισόδια)

Γυναίκες του Πόντου-Ρεβέκα η Δασκάλα






Πολύ πριν  βρεθεί στην φωτιά του  Δυτικού Πόντου η Δασκάλα, η Ρεββέκα , ζούσε  σε μια ορεινή περιοχή 30 χιλιόμετρα  βορείως της Τιφλίδας.
  Η οικογένεια της  ήταν  μια ακόμη κλασσική οικογένεια  ποντίων  κτηνοτρόφων του Καυκάσου.
  Η προσπάθεια των τσάρων να εκσυγχρονίσουν την Ρωσία  μερικά  χρόνια πριν  ήταν αυτή που επέτρεψε  την είσοδο  αρκετών  ιδεών του διαφωτισμού  στην χώρα. Οι πόντιοι του Καυκάσου θα λεγε κανείς  πως απέκτησαν μια αγάπη  για την γνώση. Σε αρκετά  σπίτια κτηνοτρόφων και αγροτών έβλεπες  βιβλιοθήκες. Άνθρωποι που δεν τελειώσαν το σχολείο προσπαθούσαν στον ελεύθερο χρόνο τους να αποκτήσουν γνώσεις με τα  λίγα γράμματα που ήξεραν
   Γύρω από  το ποντιακό χωριό  υπήρχαν άλλα  χωριά με  γεωργιανό, Ινγκουσέτιο,Εβραϊκό  ,Αζέρικο ή  Αρμένικο πληθυσμό.




 Ο πατέρας της  Ρεβέκας συναναστρεφόταν με όλους  ειδικά στο μεγάλο παζάρι  στο κεφαλοχώρι όπου πουλούσε γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας. Δεν ήταν παράξενο για τον Καύκασο οι διάφορες φάρες της περιοχής εκτός από φασαρίες να αναπτύσσουν και φιλίες μεταξύ  τους. Άλλωστε μην ξεχνατε πως μιλάμε για τον Καύκασο, μια  περιοχή όπου το γλέντι, οι φασαρίες, η βεντέτα και οι φιλίες  είναι βαθιά  ριζωμένες  στην κουλτούρα  των λαών
   Μεγαλωμένη  σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Ρεβέκα, με περιορισμούς όμως που έθετε η  θρησκεία και κάποιες  συντηρητικές παραδόσεις, μετέβη  στην Μόσχα για σπουδές. Ο πατέρας της  από  πολύ νωρίς κατάλαβε πως  η κόρη του  είχε  κλίση προς τα γράμματα και επέλεξε αντί να την παντρέψει απ τα 15 της να  την στείλει στην μεγάλη πόλη να σπουδάσει.
  "θέλω να γίνω δασκάλα, να μάθω γράμματα, να επιστρέψω στο χωριό και να διδάξω στα  παιδιά της περιοχής. είναι  κακό αυτό πατέρα"
  "τι θα πει ο κόσμος αν σε στείλω  μόνη στην μεγάλη πόλη; θα λεν  πως εγινε πουτάνα  και δεν θα βρίσκεις γαμπρό  μετά κόρη μου"
"θα γίνω όμως; πατέρα  εσύ με ξες καλύτερα απ όλους. το πιστεύεις πως θα γίνω;"
  ο γέρος γέλασε και ήπιε μια γουλιά απ το  ποτό του.
  "πατέρα;  θα καταδικάζουμε τα παιδιά μας στην αμορφωσιά  γιατί κάποια στερεότυπα μας θέλουν κλεισμένες στο σπίτι;"
  ο γέρος  της είχε  έτοιμη  απάντηση
"υπάρχουν και οι  άντρες κόρη μυ, ήδη 10 νέοι του χωριού μας σπουδάζουν δάσκαλοι στην Μόσχα και την Πετρούπολη"
   ο γέρος γνώριζε πως αν την έφερε αυτό το επιχείρημα θα την νικούσε...όμως επέλεξε  να μην το κάνει


 Η Ρεβέκα  μετέβη στην Μόσχα και  τον τρίτο  μήνα των σπουδών της  έγινε αυτό που στο χωριό θα λέγαν "πουτάνα"...ερωτεύτηκε και έκανε έρωτα  με έναν συμφοιτητή της Γεωργιανό
   Ο Βίκτωρ ήταν από ένα κοντινό χωριό  και πραγματικά αγάπησε την Ρεβέκα. Τηγν αγάπησε για την ομορφιά της αλλά ως  το "παλικάρι του χωριού του" , που ήταν πρώτος στο σπαθί και στον  χορό είχε γνωρίσει πολλές όμορφες. Την Ρεβέκα την αγάπησε περισσότερο για τομυαλό  της, για την σκέψη της.
  Συζητούσαν  βράδια ατελείωτα  για τη αδικία, την φτώχεια, για τον μόχθο του αγρότη και του κτηνοτρόφου, βλέπαν  την  καταπίεση του εργάτη  στην πόλη. Καναν  έρωτα και συζητούσαν μέχρι την μέρα που της αποκάλυψε πως  ήταν μέλος σε μια μυστική αναρχική οργάνωση. Της πρότεινε να  ενταχθεί σε  αυτήν.
  Έκανε καλά; Έκανε άσχημα; Ποιος μπορεί να πει;
Η οργάνωση είχε  στοχοποιήσει έναν κοζάκο στρατηγό που χε σφάξει πριν 7 μήνες ένα χωριό εξεγερμένων δουλοπάροικων  στην Ουκρανία. Τώρα ο Στρατηγός είχε πάρει προαγωγή και απολάμβανε  μια ζωή  μέσα στην χλιδή στην Μόσχα

Την ίδια στιγμή  τα χρέη πνίγαν  τον πατέρα της Ρεβέκας στο χωριό και  ο ομοεθνής του Σταρσινας(κάτι σαν νομάρχης της περιοχής) και  τοκογλύφος τον πίεζε να αποπληρώσει το χρέος του. Ο γέρος δεν είχε να πληρώσει.
   Η λογική της λήψης δανείων είναι αυτή ακριβώς που δεν  προσέχει αυτός που το λαμβάνει. Αφύ δεν έχεις να  πληρώσεις το ποσό που χρειάζεσαι, πως  είσαι σίγουρος πως θα βρεις  λεφτά να πληρώσεις το δάνειο και τους τόκους που χρειάζεσαι;
   Θα μου πείτε πως να το σκεφτείς αυτό όταν είσαι  στην ανάγκη; Εκεί πατάν  διαχρονικά όλοι οι τοκογλύφοι του κόσμου, απ την Σαγκάη και το Παρίσι, μέχρι το Βερολίνο και τα ορεινά  χωριά του  Καυκασιανού πόντου
  Ο  Σταρσινάς  ήξερε πως δεν θα πάρει πίσω τα λεφτά του, ήξερε  επίσης πως  δεν χανε αν έβαζε στο χέρι τα κοπάδια του  πατέρα της Ρεβέκας. Θα χτυπούσε άσχημα αν τα διεκδικούσε  ως τοκογλύφος. Έτσι πρότεινε  να παντρευτεί ο γιος του την κόρη  του.
  Σε μια στιγμή αδυναμίας  ο προοδευτικός ομολογουμένως  πατέρας της Ρεβέκας έδωσε τον λόγο και το χέρι του. Στον Καύκασο εκείνης την εποχής δεν μπορούσες να πάρεις αυτά τα δυο πίσω δίχως να ξεσπάσει  βεντέτα

   Το βράδυ που ο γέρος της έδινε τον λόγο του στον Σταρσινά  η  Ρεβέκα  μεταμφιεσμένη ως πόρνη πολυτελείας απ το Παρίσι παρέσερνε  σε ένα  σκοτεινό δρομάκι δίπλα στον ποταμό Μόσκβα τον  Κοζάκο στρατηγό. Την ώρα που ο πατέρας της έδινε το χέρι του  στον Σταρσινά , ο Βίκτορ και 3 συντρόφοι του καρφώναν  τα μαχαίρια τους στο σώμα του   Κοζάκου  στρατηγού παίρνοντας μ αυτό το  τρόπο εκδίκηση  για την σφαγή των αγνώστων ταξικών αδελφών τους σε κάποιο  μακρινό Ουκρανικό χωριό
   Τις επόμενες μέρες  η παντοδύναμη μυστική αστυνομία του Τσάρου  η Ωχράνα κατάφερε να εξαρθρώσει την ομάδα ου Βίκτωρ. Την τελευταία  στιγμή αυτός και η  Ρεβέκα  διέφυγαν απ την πόλη.
"θα πάμε στο χωριό μου, θα μας προστατέψει εκεί ο πατέρας μου." της έλεγε στο  τραίνο "δεν θα μας  βρουν εκεί , είναι αρκετά ψηλά. σχεδόν στην κορυφή του Καυκάσου"
   "ξέρω που είναι το χωριό σου. δίπλα είναι το δικό μου"
   Ο πατέρας του Βίκτωρ δεν είχε καμιά  σχέση με τις  προοδευτικές ιδέες  του  πατέρα της Ρεβέκα. Ήταν άνθρωπος των  εθίμων και των παραδόσεων. Ξέσπασε όταν έμαθε πως η αστυνομία  κυνηγούσε τον γιο του. Απ την άλλη ως είθισται  στον Καύκασο, κανείς στο  χωριό δεν μπορούσε να αρνηθεί να  δώσει προστασία σε κάποιον που την επικαλούνταν. Ο ικέτης , στον Καύκασο και σε όλη την Κεντρική Ασία , ακόμη και αν προέρχεται  απ΄τις τάξεις του  εχθρού είναι πολύ ιερή  υπόθεση για  να αγνοηθεί

 Το συμβούλιο του χωριού  το πρώτο πράμα που έπραξε ήταν να  παντρέψει το ζευγάρι.
   Γρήγορα  όμως  έμαθε ο Σταρσινάς τα καθέκαστα και η οργή του ξέσπασε πάνω στον πατέρα της  Ρεβέκα.  Ένα  πρωί  το χωριό κυκλώθηκε από  χωροφυλάκους  της τοπικής δύναμης  υπό τις διαταγές του Σταρσινά. Ο  Βίκτωρ και ο πατέρας του φτάσαν στην είσοδο του χωριού να διαπραγματευτούν προκειμένου να μην ξεσπάσει μακελιό εταξύ του ένοπλου γεωργιανού χωριού και  των χωροφυλάκων.
  Ο Σταρσινάς τους ξεκαθάρισε πως δεν υπήρχε  χώρος για διαπραγματεύσεις. Για να γίνει πιο σαφής  καθώς τους μιλούσε πάνω απ το άλογο του έπιασε  ένα σακί και το πέταξε στα πόδια  τους. Ο Βίκτωρ έσκυψε και το άνοιξε. Μέσα  ήταν το κεφάλι του πεθερού του.
   Ως το βράδυ στο χωριό φτασαν  ενισχύσεις κοζάκων. Η διορία του Σταρσινά ήταν να παραδώσει ως το ξημέρωμα το χωριό τους   δυο νιόπαντρους
  Ο πατέρας του Βίκτωρ κάλεσε  ενισχύσεις  ενόπλων απ τα γύρω χωριά. Στο λυκαυγές  της νέας μέρας  οι ένοπλοι των γύρω  χωριών θα χτυπούσαν τους Κοζάκους  απ έξω απ το χωριό ενώ οι δικές του δυνάμεις  μέσα απ το  χωριό θα επιχειρούσαν  έξοδο.  Εκεί πάνω στην αναπουμπούλα  ο Βίκτωρ και η  Ρεβέκα  θα  επιχειρούσαν να βγουν απ το χωριό και μέσα από ορεινά δύσβατα μονοπάτια να κατευθυνθούν νότια προς την Τιφλίδα
   Το σχέδιο  πήγε όπως το χε σχεδιάσει   γέρος του Βίκτωρ, όμως το ζευγάρι  πάνω σε ένα μαύρο άλογο καθώς έβγαινε απ το χωριό έπεσε πάνω  σε ένα μικρό απόσπασμα  χωροφυλάκων. Ο Βίκτωρ τους έριξε με το πιστόλι του μέχρι που άδειασε. μετά  έβγαλε το  σπαθί του. Πήδηξε κάτω απ το άλογο και αφού φώναξε στην Ρεβέκα να  φύγει έβαλε το σώμα του  ως  φραγμό ανάμεσα  στα καρακόλια και την αγαπημένη του. Η κοπέλα δεν έφευγε. Τότε αυτός ο  ίδιος  χτύπησε μια γερή στο  άλογο που ξεκίνησε να τρέχει προς το μονοπάτι.




Ξεκίνησε να  χιονίζει όταν ο Βίκτωρ επιτίθονταν με τα δυο του σπαθιά στους  ενόπλους  χωροφύλακες. Θαρρείς με  χορευτικές κινήσεις  ο Γρουζίνος αναρχικός  βουτούσε μέσα στο μπουλούκι  των  ανθρώπων που τον κατεδίωκαν και  τους έκοβε  τα σώματα μέχρι την στιγμή  που οι σφαίρες  λυγίσαν το κορμί του και τον  έριξαν κάτω νεκρό.

   Για μέρες η Ρεβέκα  κάλπαζε προς νότον. Κάποια στιγή έφτασε στην Τιφλίδα
  Γρήγορα κατάλαβε πως  μόνον αν περνούσε τα σύνορα  και έφτανε στον Οθωμανικό Πόντο θα ήταν ασφαλής και  μακριά  από τους διώκτες της






  


Γυναίκες του Πόντου
Ούριος  Άνεμος


Όλα είχαν τελειώσει. Μετά από χιλιάδες έτη , τώρα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους
Σε κεινο το μέρος της νότιας πλευράς της Μαύρης Θάλασσας  κανείς  δεν νοιάστηκε για την τύχη  του μικρού  χωριού. Πολλοί  ρωμιοί δεν γνώριζαν καν πως υπήρχε
  Με το ξέσπασμα του  πρώτου παγκόσμιου πολέμου οι άντρες  λιποτάκτησαν και χάθηκαν στα βουνά. Πίσω  έμειναν  τα γυναικόπαιδα. Κανείς  δεν φανταζόταν  πως οι ορδές των τσετών θα στρεφόταν  ενάντια  στον χωριό  τους. Όταν αυτό  συνέβη  4 γυναίκες πήραν τα όπλα να  υπερασπιστούν τους γέρους και τα παιδιά
   Ήταν μια δασκάλα με επαναστατικές ιδέες απ την Τιφλίδα, μια αγρότισσα  αγράμματη που έφαγε την ζωή της  μέσα στα χωράφια, μια  πόρνη που  κατέβαινε  στην  παραθαλάσσια μεγαλούπολη για να ψωνίσει πελάτες και να βγάζει τα προς το ζειν και μια  κλέφτρα με  τσερκέζικο αίμα



  Αυτές  σταθήκαν στην πύλη του χωριού όταν πλησιάζαν οι τσέτες με  αναμμένες τις δάδες να κάψουν το χωριό. Αυτές ανοίξαν το πρώτο πυρ και τρομάξαν  τους  γενοκτόνους. Αργότερα  αυτές ήταν  που έδιωξαν τον παπά που  ήλθε απ την μητέρα Ελλάδα, με σκοπό να τις σπρώξει σε μια άσκοπη  θυσία  την οποία θα χρησιμοποιούσε  για  τους πολιτικάντικους σκοπούς του. Τον πυροβολούσαν  στα πόδια μέχρι να χαθεί στο δάσος
  Οι ορδές συνέχισαν να  έρχονται. Η συμπεριφορά τους απέναντι στο παπά  αποξένωσε το  χωριό απ τις άλλες   αντάρτικες ομάδες. όταν ζητήσαν απ  τον αρχικαπετάνιο των ανταρτών βοήθεια αυτός  τις έδιωξε  λέγοντας πως  είναι  απ το "σεητάν κιόι", το  χωριό του Σατανά
   Αναγκάστηκαν  να βγουν χωρίς υποστήριξη  στο  βουνό για να αποφύγουν τους τσέτες. Όλο το χωριό σε μια μεγάλη  ατελείωτη μακρά  πορεία  με τους τσέτες πάντα στο κατόπι τους
   Στο στρατόπεδο των εθνικιστών ο νεαρός μονάκριβος   γιος του  Στρατηγού  έπεισε  τον πατέρα του  να του επιτρέψει να συμμετέχει στον αντι-αντάρτικο αγώνα. Ο  Στρατηγός  τον  έστειλε  να  πολεμήσει  με  την ομάδα των τσετών που κυνηγούσαν τα   ανυπεράσπιστα   γυναικόπεδα του  "Σεητάν Κιόι" , όπως  είχε γίνει  γνωστό το χωριό εξαιτείας της συμπεριφοράς του απέναντι στον  δολοπλόκο  εθνικιστή παπά απ την Ελλάδα, θεωρώντας πως    η αποστολή του θα ταν  εύκολη  απέναντι σε  4 γυναίκες
  5 μάχες  δωσαν  οι τσέτες με τις γυναίκες  στα δασώδη  βουνά. Στην τελευταία  αυτές αναγκάστηκαν να βάλουν φωτιά  το  δάσος. Οι  φλόγες όρμησαν με μανία καθώς εξαπλώνονταν  πάνω στους τσέτες αλλά  και  προς την μεριά των κυνηγημένων.  Εκείνη την νύχτα όλα έμοιαζαν σαν να άνοιξαν οι πύλες της κόλασεως. Οι φλόγες  κατέκαιγαν τους τσέτες αλλά "κατεδίωκαν" θαρρείς  και τους   κυνηγημένους. Οι 4 γυναίκες  οδηγούσαν το χωριό μέσα από  ένα μονοπάτι προς το ποτάμι. Μέσα  στον πανικό  νομίσαν πως χάσαν τον δρόμο. Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους, να διαφωνούν. Το μέρος  έμοιαζε με  λαβύρινθο. Μπορεί να χαν πάρει λάθος στροφή, μπορεί να  κατευθύνονταν  πάνω  στο  πύρινο μέτωπο. όπου και να κοιτούσαν  βλέπαν φλόγες. Η αγρότισσα  τους φώναζε να τραβήξουν μπροστά, αυτό που βλέπαν  ως φλόγες ήταν η αντανάκλασδη του  φλεγόμενου  δάσους στα νερά του  ποταμού
   Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μπροστά τους ο  γιος του  Τούρκου στρατηγού. Το παιδί  ήταν έξυπνο και κατάφερε  μέσα από άλλο μονοπάτι να απεγκλωβίσει μια ομάδα  τσετών απ τις  φλόγες. Εκτός από έξυπνος  ήταν και γενναίος. Αντί να  τραβήξει   προς την έξοδο απ το  φλεγόμενο μέτωπο  ξαναοδήγησε την  ομάδα στην καρδιά της Κόλασης  με σκοπό να εμποδίσει το "σεητάν  κιόι" να  την γλιτώσει.
  Σηκώσαν  τα όπλα τους και άρχισαν να ανταλλάσσουν  πυροβολισμούς  μέσα  στο πύρινο μέτωπο  ενώ  δίπλα τους φλεγόμενοι κορμοί δέντρων  κατέρρεαν.
  Η αγρότισσα  όρμησε πάνω τους κραδαίνοντας δυο πιστόλια απ τα οποία τους έριχνε. Η πόρνη την ακολούθησε πετσοκόβοντας τους με τα δυο γιαταγάνια που χε στα χέρια  της, η Τσερκέζα και η Δασκάλα  καλύπταν  την επίθεση των  συντρροδφισσών τους   με τις  καραμπίνες τους να   αδειάζουν πάνω στα σώματα των  τσετών.
   Τελευταίος έμεινε  ο γιος του στρατηγού. Λαβωμένος  στο στήθος , πεσμένος  στα γόνατα.
   Η  πόρνη τον πλησίασε, άρπαξε το κεφάλι του απ τα μαλλιά και με το γιαταγάνι της  του το έκοψε...
  ...το χωριό κατάφερε να διαφύγει και να περάσει τον ποταμό προς το μέρος που  το βουνό γινόταν   βραχώδες...
   ...μερικές μέρες αργότερα  μάθαν τα νέα
   Ο πόλεμος τέλειωσε, έγινε συμφωνία. Ο Πόντος άδειαζε απ τους κατοίκους του.  Αυτοί  ήταν οι τελευταίοι  κάτοικοι του.
   Στρατιώτες ξένων δυνάμεων θα  φτιάχναν μια λωρίδα ασφαλείας  μέχρι  το λιμάνι της μεγαλούπολης ώστε να  διασφαλίσουν στο  "σεητάν κιόι" ένα  ασφαλές πέρασμα  απ τους νικητές  τούρκους εθνικιστές   ως το πλοίο.
  Όταν  ξεκίνησαν να κατεβαίνουν  τον  λόφο που οδηγούσε στην μεγαλούπολη διέκριναν  αμερικάνους και γάλλους στρατιώτες να σχηματίζουν την λωρίδα. Πίσω τους  βρίσκοταν τούρκοι γνωστοί τους  που κλαιγαν. τους αποχαιρετούσαν , τους πετούσαν δισάκια με τρόφιμα...
   Στο κέντρο της πόλης το σκηνικό άλλαζε. μερικά  μέτρα πριν το λιμάνι είχαν συγκεντρωθεί τούρκοι εθνικιστές. Τους έβριζαν, τους πετούσαν πέτρες, τους καταριόνταν
   Μερικά  βήματα πριν το πλοίο εμφανίστηκε ο στρατός. Έστρεψε τα όπλα του  προς  την διεθνή  δύναμη. Αμερικάνοι και γάλλοι στρατιώτες κατάλαβαν πως δεν είχαν τύχη  απέναντι  σε  τόσο μεγάλη  δύναμη στρατού.
   Ο Γάλλος επικεφαλής  κάλεσε τον τούρκο στρατηγό να σεβαστεί την συμφωνία ειδάλλως  θα υπήρχαν συνέπειες.
   Ο  Στρατηγός  κοίταξε την Δασκάλα.
  Με το χέρι του  της έκανε νόημα να περάσουν αλλά αμέσως  φώναξε και την κάλεσε να του δώσει την ευκαιρία να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου  του. Προειδοποίησε πως  στο ανοιχτό πέλαγος  το πλοίο  τους  δεν θα  είχε  καμιά προστασία απ τις ξένες δυνάμεις και θα ταν έρμαιο στο ναυτικό του.
  Η αγρότισσα  έκανε να βγει μπροστά όμως η δασκάλα  της έπιασε το χέρι.
  Ο στρατηγός έβγαζε  δυο  μαχαίρια και  τα ύψωνε ψηλά.
  η δασκάλα  κοίταξε την πόρνη που της πέταξε  δυο μαχαίρια.
  Τα μαχαίρια  λαμπύρισαν στο φως του ήλιου πριν ο Στρατηγός  επιτεθεί με δύναμη  στην δασκάλα.

    Οι λαβές τους  μπήγονταν στο  σώμα της όμως μια ανεξήγητη  δύναμη  συνεχώς την έκανε να σηκώνεται, να αποφεύγει μερικά χτυπήματα, πριν ξαναμπήξει  ο  Τούρκος τις λαβές  στα  πλευρά της, τα πόδια της, την πλάτη της.
  Η δασκάλα όμως  ακόμη σηκωνόνταν.
  Το αίμα έτρεχε από όλο το σώμα της, η κούραση την είχε καταβάλει , όμως  αν έπρεπε να  φυσήξει ούριος άνεμος για το  χωριό της, έπρεπε να  ξανασηκωθεί.
  Ο Στρατηγός  άρχισε να λαχανιάζει
 Οι στρατιώτες δεν πίστευαν στα μάτια τους. Πως γινόταν μια  γυναίκα να  άντεχε τόσες  μαχαιριές;
  Ακόμη μια  μαχαιριά. Η Δασκάλα  έπεσε στα  γόνατα. Κατέβαλλε τις  τελευταίες δυνάμεις τις . Με την παλάμη  της άρπαξε  λίγη άμμο και σηκώθηκε. Μετά βίας στηριζόταν στα πόδια  της. Ο Στρατηγός  ύψωσε τα μαχαίρια  του και την  πλησίασε, αυτή  του πέταξε  το χώμα στα μάτια ξαφνιάζοντας τον. Μετά κινήθηκε  γύρω απ το σώμα  του  και  η κοφτερή λεπίδα του μαχαιριού της άγγιξε τον λαιμό του.
  Όμως  για κάποιο λόγο δεν έμπηξε  το κοφτερό σίδερο μέσα  του.
  Απομάκρυνε  το χέρι της απ τον λαιμό του. ο στρατηγός  γύρισε και  την κοίταξε.
 Πέσαν και οι δυο στα γόνατα απ την εξάντληση.
  Ο λοχαγός του, ένθερμος εθνικιστής  διέταξε  τους φαντάρους να ανοίξουν πυρ  κατά του χωριού. Ο Στρατηγός κατάφερε να  τραβήξει  το πιστόλι του και να  του  ρίξει αποτρέποντας το μακελειό. Μετά χωρίς να κοιτάξει έκανε νόημα στις 3 συντρόφισσες της  δασκάλας να την ΄πάρουν και να φύγουν
   Οι 3 κοπέλες πήραν στους ώμους την  δασκάλα που αιμορραγούσε και  περπατούσε με  δυσκολία.
  Το χωριό μπήκε  στο πλοίο. ο καπετάνιος έλυσε τις άγκυρες και αυτό βγήκε στα ανοιχτά όσο ο στρατηγός παρέμενε γονατιστός στην προκυμαία και  το  έβλεπε να χάνεται  στον ορίζοντα






  

Σχόλια