Το σκυλάδικο-διήγημα


Ο Μάρκος  καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου του. Από κάτω  φταναν οι ήχοι απ την πρόβα   του σχήματος που θα  εμανιζόταν  το βράδυ  στο μαγαζί.
   Σε λίγο θα δεχόταν όσους είχαν ζητήσει ακρόαση. Τα  δυο  πρωτοπαλίκαρα του θα τους φέρναν  μέσα.
   Κοίταξε την κατάσταση που του  είχε  αφήσει η Τζούλη. "Πάλι καλά"  , σκέφτηκε, μόνο δύο άτομα τον είχαν ζητήσει.
  Μέρα των Χριστουγέννων και αντί να ξεκουραστεί ήταν αναγκασμένος να δεχτεί πάλι  τον κάθε μαλάκα που είτε  θα του ζητούσε μια..."εξυπηρέτηση"  ή ...ή; ή οτιδήποτε άλλο
   Άναψε ένα τσιγάρο - αν και απαγορευόταν- αλλά στα αρχίδια του  λίγο
   Το σκυλάδικο βρισκόταν στις παρυφές της πόλης,  στημένο  νύχτα  στα κρυφά σε μια  αλάνα  ακριβώς εκεί που  τελειώναν τα σπίτια της  φτωχογειτονιάς
   Στα κρυφά  χτισμένο , το στησε μέσα σε μια νύχτα και νυχθημερόν το  φυλάγαν πάνοπλοι  άνθρωποι του.
  Η εξουσία ακόμη  δεν είχε αποφασίσει να πάρει το ρίσκο να στείλει στρατό - γιατί η αστυνομία δεν έφτανε για να μπουκάρει στην περιοχή και να του το κλείσει.
  Οι άλλοι αντίπαλοι του, τα άλλα  αφεντικά της πόλης, κάτι  τύποι που ο Μάρκος έλεγε πως μοιάζουν με πιθήκια - και όντως μοιάζαν-  σίγουρα  σχεδιάζαν να επέμβουν και  τον κάνουν "παράδειγμα" για όποιον άλλον εξυπνάκια  αποφάσιζε  να στήσει "εκτός  συστήματος", "μαγαζί"
   Και η αλήθεια ήταν πως  ο Μάρκος κατάφερε και έστησε "μαγαζί"  γωνία
   Η πόρτα  χτύπησε
   Ο Λεωνίδας , ο μπράβος του ρώτησε αν μπορούν αν μπουν μαζί με τον  Διπλό και τον πρώτο  που είχε ζητήσει ακρόαση
  "Να μπούμε; να μπούμε;", ρώτησε και ο Διπλός, που του χαν κολλήσει  αυτό  το παρατσούκλι  γιατί ότι και να λέγε  το λεγε  δυο φορές

   Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο  Φώτης
   Ρε τον Φώτη, τον Φωτάκι  , το Φωτάκι.
   Ο  Φώτος , ήταν ένας  30αρης  που  διατηρούσε μια μάντρα με  αυτοκίνητα. Πουλούσε καινούργια, πουλούσε μεταχειρισμένα.  Λαμόγιο ολκής. Έστησε μαγαζί χωρίς να χει λεφτά. Απλά δανείστηκε απ τον Μάρκο. τώρα 3 χρόνια μετά , ναι μεν  ζούσε μια ακριβή  ζωή, με το ρετιρέ του, την Καγιέν του, τις κόκες του,  τις λαπούτες του που με μια μυτιά του παίρναν  μπούκια αλλά...όταν ερχόταν η ώρα να επιστρέψει τα  δανεικά  κλαιγόταν . Τον καριόλη . Φράγκο δεν είχε  δώσει ακόμα
   Ο  Μάρκος τον κοίταξε σκεφτικό.
    Ο Φώτης , ο Φωτάκης, το Φωτάκι, έφτιαξε το ακριβό γκρί  σακάκι του και  το  γλειμμένο με ζελέ προς τα πίσω  μαλλί του πριν καθίσει
   Πριν καν μιλήσει ο Μάρκος ο Φώτης  ξεκίνησε να του εξηγεί με πρόλογο που θα  ζήλευε και ο καλύτερος ποινικολόγος
-Άκου Μάρκο  η αγορά είναι πεθαμένη. Η κρίση μας έχει γονατίσει. Αλλά και το κράτος  έρχεται να σε  γαμήσει ακόμη περισσότερο. Ικα  , τέβε  , μεβε, προπληρωμή  φόρου 100%. Τα λεφτά σου δεν τα χάνεις , με ξέρεις  χρόνια  φίλε. Έχω πρόσωπο  στην αγορά , όλοι το γνωρίζουν αυτό απλά μάχομαι με  θεούς και δαίμονες να  μπορέσω να καθιερωθώ στον χώρο και τα καταφέρνω καλά. Μόλις κλείσω  δυο τρεις μάντρες θα  μπορέσω να  στηθώ  καλά και να σε αποπληρώσω και με το παραπάνω
   Ο Μάρκος τον διέκοψε
-Όντως  Φώτη έχεις πρόσωπο  στην κοινωνία. Όλοι το λένε  αυτό. Μόνο που  το πρόσωπο σου έχει  γεμίσει με  "πούδρα". Αν νομίζεις πως μπορείς να κοροϊδεύεις  τον εαυτό  , its fine by me  pal . όμως  πίστεψες ειλικρινα πως θα κοροϊδέψεις εμένα;  Σήμερα;  Με τις ίδιες  δικαιολογίες που μου λες τρία  χρόνια τώρα; Σοβαρά τώρα; το πίστεψες στα αλήθεια;
    Θυμάσαι τι σου πα  την πρώτη μέρα που σου  δώσα δανεικά;
    Θα σ αφήσω, έτσι σου χα πει, να με δουλεύεις  για πολύ καιρό και μόλις  θεωρήσεις πως  μ έχεις   τουμπάρει θα  σε  την κάνω την δουλειά. Το θυμάσαι;
   Ο Φώτης, ο Φωτάκος , το Φωτάκι  το χε ξεχάσει. Μα  τώρα το θυμήθηκε και άρχισε να  τον πιάνει κρύος ιδρώτας. Το πρόσωπο του άρχισε να ξακρίζει. Έπεσε  στα  γόνατα και άρχισε να   παρακαλάει
  Ο Μάρκος  τον κοίταξε και με το χέρι του έκανε  μια χειρονομία λέγοντας
-Άηντε  βρε  μαλάκα. Πάρτε τον από εδώ. Κάντε τον τσιμέντο , κάντε τον στάχτη, ούτε που με νοιάζει
  Ο Λεωνίδας με τον Διπλό  τον αρπάξαν και τον βγάλαν σηκωτό  απ το γραφείο. Αφού τον "δουλέψαν" λίγο στην μπετονιέρα επιστρέψαν με  τον  Κυρ Μήτσο, ένα γεροντάκι που   έβγαινε στα πανηγύρια  και τις πλατείες   με  την "μηχανή" του να πουλήσει μαλλί της γριάς
   Ο κυρ Μήτσος ήταν μια ζωή φτωχός. Πλέον δεν είχε  σπίτι του ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό , ούτε θέρμανση. Ευτυχώς   η Μήτσαινα  του είχε φύγει απ την ζωή πριν  η κρίση  χτυπήσει και την δική του πόρτα.
   ο  κυρ Μήτσος  λοιπόν  πριν κάποια χρόνια   επισκέφτηκε  τον  Μάρκο. Του ζήτησε δανεικά   για να παντρέψει την κόρη του. Η  Μαρία είχε γνωρίσει ένα καλό παιδί , όμως φτωχό και αυτό που μεγάλωσε  χωρίς γονείς. Ανέλαβε ο Μήτσος  να  βοηθήσει τα παιδιά ΄πως μπορούσε. Είπε ψέμματα  πως  με τα χρόνια είχε μαζέψει κάποιες οικονομίες. Η αλήθεια ήταν πως τις οικονομίες  τις είχε μαζέψει ο Μάρκος με την συμμορία του με  ληστείες . Ο Μήτσος ζήτησε δανεικά και ο Μάρκος του τα δωσε
  Τώρα στεκόταν όρθιος  μπροστά   στον Μάρκο χωρίς φόβο. Μπορεί να ταν φτωχός όμως φόβο δεν είχε νιώσει ποτέ  του αλλά και ούτε  έκανε ποτέ του λαμογιές
  -Δεν έχω τα λεφτά. Δεν θα τα  χω ποτέ. Πότε δεν μπορέσω να συγκεντρώσω το  ποσό που μου δωσες . Σε ευχαριστώ  παρόλα αυτά Μάρκο όμως δεν μπορώ να σου δώσω  πίσω τα εφτά σου. Δεν ήρθα να σου κλαφτώ. Ξέρω τι με περιμένει και για να  σου αποδείξω  πως το "ευχαριστώ" ου δεν είναι ένα  "κενό γράμμα" , σου χω μια λύση  για την τιμωρία μου
-Για την τιμωρία σου;ρώτησε ο Μάρκος
-Για την τιμωρία μου
-*Για την τιμωρία του λέει, μονολόγησε ο Μάρκος και συνέχισε, τι τραβάω ρε πούστη μου Χριστουγεννιάτικα. Για πες  γέρο;
-Ξέρω πως δουλεύει το "σύστημα "  σας. Αν κάποιος δεν πληρώσει και γλιτώσει   αυτό  είναι κάτι που θα κάνει κακό  στο όνομα σου. Θα σε συζητάει η πιάτσα. Απ την άλλη  το να γίνω "παράδειγμα"  , είναι κάτι που δεν μπορώ να το αποφύγω και μπορώ να σε διευκολύνω από ενδεχόμενες έρευνες που  θα κάνουν οι   μπάτσοι. Θα με πάνε  τα "παιδιά σου" , είπε και κοίταξε  φευγαλέα  τον Λεωνίδα και τον Διπλό, σπίτι μου. Θα μου δώσουν ένα  απ τα όπλα σας  τα "καθαρά" και γω απλά θα  φυτέψω  μια σφαίρα  στα  μυαλά μου. Μόνο έτσι μπορώ να σε  ξεχρεώσω και να σαι  και   εντάξει μέσα στο σύστημα  σας
  ο Μάρκος έκατσε μερικά δευτερόλεπτα  σκεφτικός. Μετά ξεφύσηξε  και κοίταξε τον   κυρ Μήτσο
-70 χρονών  άνθρωπος. μια ζωή  φοράς  παντελόνια και δεν έμαθες τίποτα  για το σύστημα.
  Παύση.
Μετά σηκώθηκε όρθιος και ανοίγοντας  διάπλατα τα χέρια  φώναξε
-Φακ δε σύστεμ γέρο, φακ δε  σύστεμ, φακ ιτ...φάκα το  το γαμημένο , φακ ...φακ ιτ ,πως αλλιώς να το πω; Πως την κόβεις την δουλειά;  Πως  την είδες;  Τι νομίζεις πως κάνουμε εδώ; Δεν μπορούσαμε να στήσουμε το "κάστρο"  νόμιμα;  λεφτά  είχαμε να το κάνουμε . γιατί λες στήσαμε αυτή την μαλακία  στις παρυφές της πόλης;  γιατί το φυλάνε  100 άτομα  νυχθημερόν;  Για να πάρω τα λεφτά σου ; Και αν δεν έχεις να μου δώσεις  να αρπάξω  την ψυχή σου; είπε και τον πλησίασε, τα χέρια του αγκάλιασαν σφιχτά τα μάγουλα  του και ψιθύρισε, την ψυχή σου γέρο;  την ψιχούλα  σου;  αυτό νόμισες πως  θέλω;
  Γνώρισες τον γέρο μου  , ήξερες την γριά μου.Θυμάσαι πως  φύγανε;
Φίλοι σου ήταν . Σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη  εποχή. Σε μια άλλη   ζωή.
Θυμάσαι γέρο;
 Του α γιανιού  δεν ήταν . Η γειτονιά σας  δεν είχε ανάψει φωτιές, τότε ακόμη το κάνανε   αυτό ..., γύρισε και κοίταξε  τον Λεωνίδα και τον Διπλό, τα προλάβατε αυτά  εσείς; Αρχίδια προλάβατε , μωρά είσαστε ακόμη. Μετά  στράφηκε προς τον κυρ Μήτσο, του Α γιαννιού δεν ήταν;
   Ο κυρ Μήτσος  τώρα είχε δακρύσει. Όχι από φόβο αλλά επειδή  θυμήθηκε το άδικο
-Του  αγιαννιού ήταν Μάρκο
-Η γειτονιά  άναψε  φωτιές και πηδούσε ο κόσμος  πάνω απ τις φωτιές
Ετοιμαζόμουν να τρέξω να περάσω και γω από πάνω. Απ την άλλη μεριά περίμενε ο πατέρας μου με την μάνα μου.  Γελούσαν και με παροτρύναν. Ήσουν και συ δίπλα τους με την Μαρία  , μικρή ακόμη ήταν η Μαρία.
  Και τι έγινε  γέρο; τι συνέβη;
-Πήρε φόρα. Ξεκίνησες να τρέχεις . Την ίδια  στιγμή  οι μπάτσοι κυκλώσαν το τετράγωνο . Σημαδεύσαν  και φάγαν τον γιατρό με την γυναίκα  του
-Τον γιατρό...με την γυναίκα  του. Δεν ήταν  γιατρός..όχι ακόμη. σπούδαζε ακόμη γέρο απλά  η μάνα μου έμεινε  έγκυος και με κρατήσανε. Για να τα βγάλει πέρα   τι έκανε;
-Λήστεψε μια τράπεζα
-Από κεινα τα λεφτα τάισε την οικογένεια  του  και απ όσο ξέρω έδωσε και στον φίλο του να αγοράσει μια μηχανή που  φτιάχνει  ακόμη και σήμερα, μαλλί της γριάς. Δουλεύει ακόμη  πουτάνα
-Δουλεύει , είπε ο  κυρ Μήτσος κλαίγοντας
-Φρόντισε γέρο να μην σταματήσει να δουλεύει  ποτέ  αυτή η μηχανή εντάξει; του πε και του φίλησε το κεφάλι
  Κοίταξε τον Λεωνίδα και τον Διπλό
-Σε λίγο  ξεκινά το πρόγραμμα. πάντε τον κυρ Μήτσο κάτω και βάλτε τον να κάτσει όπου θέλει , δώστε του να πιει και να  φάει ότι θέλει...όσο θέλει και όταν   θέλει να φύγει πάντε τον με το αμάξι  σπίτι  του. Αρκετά  κουράστηκε ο άνθρωπος   μια ζωή
  η πόρτα πίσω  του έκλεισε. Ο Μάρκος περπάτησε ως το παράθυρό. Τώρα που δεν κοιτούσε κανείς   επέτρεψε στον εαυτό του να δακρύσει
  Η πόρτα χτύπησε και μέσα μπήκε  η Τζούλη
 -Ξεκινάμε, του πε και  του χαμογέλασε
 Ο Μάρκος την κοίταξε με  βλέμμα που φανέρωνε αγάπη - όσο και αν ήθελε να το  κρύψει- "τι έχεις τραβήξει και συ κορίτσι μου" , σκέφτηκε , όμως αυτό ήταν μια άλλη  ιστορία της   φτωχικής γειτονιάς
  Μερικά δευτερόλεπτα οι δυο τους κατέβαιναν τα σκαλιά απ το γραφείο  στο μαγαζί
 Στην σκηνή  η ορχήστρα  ξεκίνησε να παίζει
Από κάτω ο κόσμος  είχε αρχίσει να ξεφαντώνει.
Μερικοί είχαν βγάλει τα πιστόλια και βαράγαν στον αέρα...








Σχόλια