WITCHES OF REVOLUTION

WITCHES OF   REVOLUTION




777

Βιβλίο Πρώτο
 Ο δήμιος πέρασε την θηλιά στον λαιμό του Οδυσσέα
Κόσμος απ τα  γύρω χωριά παρατηρούσε την σκηνή
Ο νεαρός αγρότης με το μακρύ  κατάμαυρο μαλλί στεκόταν στο ικρίωμα με τον Πύργο του αφέντη  να υψώνεται από πίσω του θεόρατος
Οι φύλακες του αφέντη αεικίνητοι φρουροί  είχαν λάβει θέσεις  γύρω απ την κρεμάλα  φροντίζοντας να μην παρεκτραπεί  η τάξη
Ο  Οδυσσέας κοίταξε  τον συννεφιασμένο ουρανό για μια τελευταία  φορά και χαμογέλασε για μια τελευταία  φορά
 Ο νους του ταξίδεψε πίσω στον χρόνο όταν πριν τρεις μήνες μπήκε  στο καπηλειό να  πιεί λίγο κρασί
  Η Όλγα  στεκόταν  ημίγυμνη  πάνω σε ένα τραπέζι και χόρευε κερδίζοντας τις επευφημίες  των θαμώνων.  Ο χορός  της έμοιαζε  κολασμένος , σαν να χε απελευθερωθεί η κοπέλα και να χε περάσει λίγο νωρίτερα  τις φλεγόμενες  πύλες της κολάσεως για να βρεθεί εκείνη την ώρα σε εκείνο τον χώρο
   Ενώ χόρευε  φώναζε  στους  φτωχούς  δουλοπάροικους
«Γεννιόμαστε νεκροί. Ερχόμαστε  απ την κόλαση  και μας προορίζουν να  υποφέρουμε πριν επιστρέψουμε σε αυτήν. Το σώμα και οι ψυχές μας ανήκουν στους άρχοντες , στους ιερείς και στους νόμους. Αυτός είναι ο προορισμός  μας απ την μέρα που γεννιόμαστε. Να τους υπηρετούμε  υποτακτικά
    Φροντίζουν να σκοτώσουν μέσα μας τον δαίμονα  που  θα τους καταστρέψει
   Τον ονομάζουν  αμφιβολία, τον ονομάζουν αμφισβήτηση, τον ονομάζουν κριτήριο, τον ονομάζουν σκέψη
     Καταδικάζουν ακόμη και την μικρή απόπειρα, καθώς σκάβεις το χωράφι να  βγει  αυτός ο δαίμονας από μέσα μας.
     Η μόνη αποστολή  που θέλουν για μας  είναι να  δουλεύουμε  για αυτούς, να  γεννιόμαστε και να γεννάμε για αυτούς και να  σκοτωνόμαστε για αυτούς»
    Η Όλγα  αφού πέταξε όλα  της τα ρούχα και άφησε ένα σάλι να καλύπτει  την περιοχή του αιδοίου της  κατέβηκες απ το τραπέζι και βάδιζε από τραπέζι σε τραπέζι. Κοντοστεκόταν και κοιτώντας στα μάτια  τον κάθε θαμώνα  δουλοπάροικο   έλεγε
«Έρχομαι κατευθείαν απ την κόλαση. Φέρνω  την κόλαση. Μια  εντελώς απελευθερωτική  φλόγα  που θα κάψει τα  σπαρτά και μαζί τους τον Πύργο του αφέντη, τους  πειθήνιους  υπηρέτες του άρχοντα και την καρδιά του ιερέα που μας κρατάει στο σκότος που  βαφτίζει   φως»

   Στο  τραπέζι του Οδυσσέα κοντοστάθηκε. Έσκυψε μα δεν μίλησε. Τον κοίταξε στα μάτια  και σάστισε. Αμέσως κατάλαβε  ήταν αυτός που ψάχνανε
   Γύρισε πίσω  στο  τραπέζι απ όπου είχε ξεκινήσει τον κολασμένο χορό της. Φόρεσε  το πανωφόρι της και έκανε να φύγει . Μα στην είσοδο της έφραξε τον δρόμο ο  ιερέας με τους  3 στρατιώτες του  αυτοκράτορα  που μόλις είχαν μπει  στο  καπηλειό
-Ήρθε η ώρα σου μάγισσα, της φώναξε προτάσσοντας τον σταυρό προς το μέρος της
   Η Όλγα δεν κουνήθηκε και οι  3 στρατιώτες  κινήσαν προς το μέρος της να την συλλάβουν  βγάζοντας τα σπαθιά τους και φωνάζοντας
-Στο όνομα της  Ανατολικής αυτοκρατορίας και  του Άρχοντα  Βλαντά παραδώσου
  Ο  Οδυσσέας παρακολουθούσε την σκηνή.
Ήταν ακόμη ένας  δουλοπάροικος προορισμένος να μην ζήσει την ζωή που ήθελε  και να πεθάνει πριν την ώρα  του καταπονημένος απ την ζωή  του  ημι-σκλάβου.
 Δεν γύρευε ποτέ  φασαρίες , όμως εκείνη την στιγμή  ένιωσε πως  θα τελούταν μια  μεγάλης έκτασης  αδικία. Σχεδόν μηχανικά το σώμα του  σηκώθηκε , άρπαξε το μπουκάλι με το κρασί και το κατέβασε στο κεφάλι του ενός  στρατιώτη.
  Με αστραπιαίες κινήσεις κρατώντας το σπασμένο  στόμιο απ το μπουκάλι  έκοψε τον λαιμό του δεύτερου στρατιώτη. Ο τρίτος στρατιώτης  γύρισε  να του επιτεθεί  με το σπαθί του . Δεν πρόλαβε . Η Όλγα  από πίσω του  άρπαζε τον  λαιμό  και του έσπαγε  τον αυχένα με μια  και μόνο επιδέξια κίνηση με τα  χέρια της.
   Ο ιερέας  παρακολουθούσε εμβρόντητος την σκηνή. Επιχείρησε να φωνάξει κάτι όμως ο Οδυσσέας  άρπαξε το σπαθί του ενός απ τους νεκρούς στρατιώτες και το εσκφεδόνισε προς το μέρος  του  με αποτέλεσμα αυτό να καρφωθεί στον λαιμό του.
  Οι  θαμώνες είχαν παγώσει. Ο χρόνος είχε  σταματήσει  για αυτούς.
Η  Όλγα με αργές κινήσεις  πλησίασε  τον Οδυσσέα, του έπαισε το χέρι και του είπε
-Αν θέλεις να ζήσεις έλα μαζί μου

   
   Στην σπηλιά ψηλά στο βουνό  οι  υπόλοιπες κοπέλες μαζί με την Όλγα ακούγαν την Μαρία  να μιλάει στον Οδυσσέα  καθώς καθότανόλοι μαζί γύρω απ την φωτιά
-Ο πραγματικός άρχοντας της περιοχής είναι η Ευρυδίκη  , η  σύζυγος του άρχοντα Βλαντά. Αυτή κυβερνά τον κάμπο, τα  βοσκοτόπια αλλά όχι και τα βουνά και τα δάση της περιοχής. Αυτά πλέον ανήκουν σε μας
-Πότε  ξεφύγατε απ τα χωράφια;  Την   ρώτησε  ο Οδυσσέας
-Η κάθε μία σε διαφορετική  χρονική περίοδο. Το ερώτημα είναι «γιατί» και όχι «πότε»
-Γιατί μπήκε ο δαίμονας μέσα σας; Εγώ  γιατί σας ακολούθησα;
-Πρέπει να ξεχάσεις ότι σου μαθε ο παπάς για τον «δαίμονα» στην εκκλησία. Πρέπει να  καταλάβεις πως αυτό που είναι  κακό για τον παπά και την Ευρυδίκη είναι καλό για μας
   Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος απ το να μας κρατάνε για πάντα  σκλάβους απ το να μας πείσουν πως η «ελευθερία» μας σκοτώνει.
   Ο φόβος μας είναι ο ισχυρότερος  φύλακας άγγελος τους
-Και γω; Τι δουλειά έχω εγώ ανάμεσα σας;
  Η Μαρία τον πλησίασε και του άγγιξε το μάγουλο



  Ευρυδίκη δεν είναι θνητή. Και για κάποιον λόγο που δεν γνωρίζουμε έχει δυνάμεις  που ξεπερνάν τα όρια  του ανθρώπινου. Εμείς αντίθετα μελετώντας την γη, την φύση , τα ζώα  γίναμε  αυτό που γίναμε. Πιστέψαμε σε αυτό που πιστέψαμε . όμως δεν μπορούμε να την νικήσουμε. Μπορούμε να προσπαθήσουμε  όμως  μοιάζει ανίκητη.
  
Εσύ πάλι για  κάποιον λόγο που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε  είσαι «Ταξιδευτής».
-«Ταξιδευτής»; Εγώ; Όλη μου την ζωή δεν έχω βγεί απ τον κάμπο…
-Δεν έζησες ακόμη όλη σου την ζωή. Και θα ναι μεγάλη. Θα γνωρίσεςι πολλούς τόπους , πολλά μέρη, πολλούς ανθρώπους και πολλές εποχές. Θα δεις την Γη να αλλάζει. Θα δεις τον καιρό να  αλλάζει. Θα δεις τους ανθρώπους να αλλάζουν. Όμως ένα πράμα θα αλλάζει αλλά τα έργα του θα παραμένουν ίδια. Η εξουσία τους
 -Και τι πρέπει να κάνω;
-Δεν γνωρίζω. Αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει να  συνεχίσεις να ζεις και  ίσως αυτή να ναι η λύση για να βρεις τον δρόμο σου. Να  κατανοήσεις  μέσα απ την εμπειρία  τι πρέπει να κάνεις , όχι για σένα μόνο αλλά για τις ζωές όλων των σκλάβων 
  Ο Οδυσσέας  από αμηχανία έσκυψε το κεφάλι  και μετά το σήκωσε και κοίταξε απέναντι του   την Όλγα
  Η νεαρή κοπέλα πήρε τον λόγο
-Αυτή είναι η πρώτη και ίσως η  τελευταία  φορά που μας συναντάς. Θα ακούσεις κάτω στον κάμπο για μας να μας αποκαλούν «μάγισσες».
-Γιατί δεν θα σας ξαναδώ; Δεν γίνεται με  μερικά μισόλογα να με αφήσετε μόνο. Σκότωσα 3  ανθρώπους  του αυτοκράτορα για  να σε  γλιτώσω. Δεν έχω που να  πάω, που να κρυφτώ…
Τον λόγο πήρε η Μαρία που του πιασε το χέρι
  Ευρυδίκη  οργανώνει   στον πύργο της μια συνάντηση ομοίων της. Γυναίκες ισχυρές απ όλα τα Βαλκάνια θα  συναντηθούν εκεί. Γυναίκες που φέρουν τις ίδιες  δυνάμεις με  την  ίδια.
   Δεν ξέρουμε τον λόγο της συνάντησης αλλά σίγουρα δεν  γίνεται για καλό και ότι και να  αποφασίσουν  θα ναι  κάτι άσχημο για μας
-Και τι μπορείτε να κάνετε; Ρώτησε  ο Οδυσσέας
   Οι κοπέλες όλες σηκώθηκαν όρθιες  αρπάζοντας τα σπαθιά  τους.
  Η Μαρία  χαμογέλασε
-Ήρθε η ώρα για μας να δώσουμε  την μεγάλη μάχη  για την οποία  ετοιμαζόμασταν τόσο καιρό.
   Όπως αυτοί καίνε εμάς  θα επιχειρήσουμε να τις κάψουμε ζωντανές μέσα στον πύργο τους
   Ο Οδυσσέας πήγες να  μιλήσει. Σκεφτόταν να    τις προτείνει να  πάει μαζί τους όμως η Μαρία τον έκανε να σωπάσει
-Φρόντισε  να μην σε σκοτώσουν. Αν δεν πας από μαχαίρι  δεν θα πας από γήρας. Ζήσε, μάθε και  μοίρασε αυτή την γνώση  στους επόμενους σκλάβους.


     Η επίθεση  των «μαγισσών» στον Πύργο  στέφθηκε με αποτυχία. Καμία τους δεν κατάφερε  να  γλιτώσει απ το λεπίδι
   Ο  Βλαντάς  θορυβημένος  με όσα είχαν  εκτυλιχθεί τις  τελευταίες μέρες διέταξε  τους  στρατιώτες του να ψάξουν ακόμη και κάτω απ την τελευταία πέτρα της περιοχής και να βρουν  τον Οδυσσέα. Πίστευε πως ήταν ο τελευταίος κρίκος μιας επανάστασης που επωάζονταν μέσα στο αχανές  φέουδο του
    Ένας  τσομπάνης που  οι στρατιώτες  τον είχαν μαστιγώσει αρκετές φορές για  την πλάκα  τους και κάποιοι μεθυσμένοι τον είχαν  βιάσει επίσης πολλές φορές  για την πλάκα  τους  ήταν αυτός που αντιλήφθηκε την παρουσία του Οδυσσέα στην σπηλιά και τον κατέδωσε.
  Καθώς οι  στρατιώτες βγάζαν τον Οδυσσέα απ την σπηλιά   αυτός  ρώτησε τον τσομπάνη
-Γιατί;
Και εκείνος του απάντησε
-Γιατί έτσι είναι ο κόσμος μας  και  η μοίρα μας. Δεν θα τον αλλάξεις εσύ, του απάντησε αυτός

Η   Ευρυδίκη  στην συνάντηση στον πύργο έδειξε ένα  σκονισμένο  βιβλίο στις άλλες αρχόντισσες. Συγκεκριμένα το άνοιξε και τις  έδειξε μια συγκεκριμένη  σελίδα
Εκεί  αναφερόταν το ανατολίτικο όνομα μιας  μαυροφορεμένης απ την Συρία καβαλάρισσας
-Αυτή είναι η μοναδική μας απειλή, είπε στις αρχόντισσες , να χετε  τα μάτια σας ανοιχτά. Αν περάσει απ τις περιοχές σας απλά ξεπαστρέψτε την. Στείλτε την πίσω   στην κόλαση 


Καθώς  ανέβαινε στο ικρίωμα ο Οδυσσέας σκεφτόταν τα τελευταία λόγια της Μαρίας.
Να ζήσει, να μάθει για να μοιράσει την γνώση  στους  σκλάβους
«Βλακείες», σκέφτηκε, θα πέθαινε σε λίγο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αλλάξει αυτό
Οι κοπέλες πίστεψαν σε ένα όνειρο , μια  ψευδαίσθηση. Τίποτα δεν μπορούσε να αλάξει τον κόσμο.
Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά    η σκέψη του  ….
Τίποτα και κανείς  δεν μπορούσε να αλλάξει έναν κόσμο που  φτιάχτηκε  για να ναι έτσι όπως ήταν και απόδειξη ήταν  η θηλιά που σε λίγο θα μπαινε  στον λαιμό του
Ο τσομπάνης που τον κατέδωσε για να συνεχίσει να απολαμβάνει το δικαίωμα του στην καταπίεση και την απόκτηση  περισσότερων πληγών απ την εξουσία  είχε δίκιο…

Ο δήμιος  του περνούσε την θηλιά  στον λαιμό…
Ο Οδυσσέας έκλεισε τα μάτια  ευτυχισμένος. Σε λίγο όλα θα  τελειώναν. Ποτέ ξανά πρωινό ξύπνημα,  ποτέ  ξανά μαστίγωμα, ποτέ ξανά  δουλειά στα χωράφια απ την ανατολή ως την δύση του ήλιου
Οι νεκροί  άνθρωποι δεν μπορούσαν να  προσφέρουν στον αφέντη…
Ο   αξιωματικός  έδωσε την εντολή και ο  δήμιος ετοιμάστηκε να  πιέσει τον μοχλό, να υποχωρήσει το ξύλινο πάτωμα και η  θηλιά να σπάσει τον λαιμό  του Οδυσσέα…
…την προκαθορισμένη αυτή  πορεία  τόσων και τόσων αφελών που  ανά τους αιώνες  αμφισβήτησαν τον κόσμο  διέκοψε ένα βέλος….
….ένα βέλος  που ταξίδεψε μια μεγάλη  απόσταση…
…ένα  βέλος που έπσασε τα όρια του  χρόνου, της απόστασης
…έσπασε την γραμμή του προκαθορισμένου, του αυτονόητου..
…εκείνο το βέλος έκοψε την θηλιά πριν αυτή σπάσει τον αυχένα του Οδυσσέα
Καθώς σωριαζόταν  στο έδαφός μπόρεσε  φευγαλέα να δει μια  μαυροφορεμένη καβαλάρισσα με καλυμμένο το πρόσωπο της να κρατάει ένα τόξο…









  










Σχόλια