Witches of the Revolution -Βιβλίο Δεύτερο


The Witches of the Revolution 

Βιβλίο Δεύτερο


«Απελευθερώσαμε  τα πάντα

Για πρώτη  φορά  ξεκλειδώσαμε  αρχαίους  δαίμονες
Ξεχύθηκαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και από κει  πετάξαν και με την φορά του ανέμου  έφτασαν  ως την Τραπεζούντα και ακόμη  παραπέρα
Το αίμα  των  Βρικολάκων πότιζε κάθε στενό της πόλης, κάθε σοκάκι . κάθε  πλατεία
Αυτοί που μας  περάσαν  τις αλυσίδες τώρα  τις παίρναν μαζί τους  στον άλλο κόσμο, σε ένα κόσμο όπου το χρυσάφι τους, τους ήταν άχρηστο
Τα κάστρα τους  πέσανε , ένα  προς ένα.
Για πρώτη φορά στην ιστορία  είμασταν εμείς που είχαμε το πάνω  χέρι
Οι πόρνες, οι κλέφτες, οι  δουλοπάροικοι, οι  ναυτικοί…
Μετατρέψαμε την  πόλη  από Αριστοκρατικό φρούριο σε ένα μπουρδέλο  ευτυχίας και ελευθερίας»
  Η Κλαούντια  γυμνόστηθη πάνω στα  τείχη της πόλης ούρλιαζε  την νύχτα που  και ο τελευταίος  αριστοκράτης  έπεφτε  νεκρός απ την λεπίδα των εξεγερμένων κατά του αυτοκράτορα αλλά και του  σφετεριστή του θρόνου
   

 
Η γυναίκα είχε πάψει να  εκδίδεται από την μέρα που γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα
100 χρόνια μετά την  πρώτη  του συνάντηση με τις Μάγισσες της Επανάστασης ο  Οδυσσέας κατέφθανε  στην  πιο σημαντική  πόλη των Βαλκανίων και την  δεύτερη μεγαλύτερη  πόλη της Αυτοκρατορίας
  Μιας  αυτοκρατορίας όπου η καταπίεση πλέον άλλαζε χέρια και περνούσε απ τα χέρια του Αυτοκράτορα σε αυτά των  φεουδαρχών και της  εκκλησίας
  Οι Ησυχαστές και τα  τάγματα  τους  προωθούσαν  μοναχισμό, το αυστηρό πνεύμα και την υποταγή στην εξουσία των γαιοκτημόνων και του αυτοκράτορα.
  Αντίθετα στην Θεσσαλονίκη κυριαρχούσαν οι  Ζηλωτές , ένα  πολιτικό ρεύμα που ξεπηδούσε μέσα από  τις «αιρετικές σκέψεις « ενός  μοναχού απ την Καλαβρία και προωθούσαν μια σειρά από αλλαγές  προς όφελος των καταπιεσμένων

    Τώρα στεκόταν πάνω στα τείχη της πόλης
Είχαν περάσει 9 χρόνια
Όταν  ξεκινούσε η  επανάσταση  ο σφετεριστής Κατακουζηνός συγκρουόταν στην  Θράκη με τον νόμιμο  βασιλέα Παλαιολόγου
  Τώρα  , 9 χρόνια μετά οι δυο  τους είχαν αποφασίσει να συμβασιλέψουν.
Καθ όλη την διάρκεια  αυτών των χρόνων η  Θεσσαλονίκη ήταν  Ανεξάρτητη  Δημοκρατία ή αλλιώς  , Κομούνα
   Οι φτωχοί, οι πόρνες, οι κλέφτες  κυβερνούσαν στους δρόμους
Ο Οδυσσέας  σκεφτόταν την πορεία αυτών των 9  χρόνων. Όλα  όσα είχε  ζήσει   στην πόλη…με την πόλη…
  Το παγωμένο  αεράκι παρά  την έλευση της άνοιξης του μαστίγωσε το πρόσωπο τούτη την νυχτιά.
   Η απελευθέρωση είχε το τίμημα  της.
Ένα τίμημα που λεγόταν  Σέρβοι  άλλες  φορές και  Τούρκοι  κάποιες άλλες
Αυτοί οι δυο λαοί πληρώνονταν καλά και  αρκετές φορές  με την  συνδρομή  του στρατού των σφετεριστών  ή του αυτοκράτορα  πολιόρκησαν την πόλη
  Ο Οδυσσέας μαζί με τους κλέφτες  υπερασπίστηκε  το βόρειο τείχος.
Ο Λέωντας με τους  εργάτες  το  Νότιο
Δεν ξέραν από πόλεμο
Μάθαν σφάζοντας τις ορδές των εχθρών της ελευθερίας, αυτούς που μέχρι σήμερα κάθε προοδευτικός  και ανοιχτόμυαλος ιστορικός  του  καθεστώτος   συνεχίζει να εξυμνεί και να δικαιολογεί



Η Κλαούντια  μια νύχτα  χορεύοντας   γυμνή μπροστά στην φωτιά της γειτονιάς του εξηγούσε  βλέποντας   «εικόνες» απ το μέλλον  πως  ακόμη και οι  «προοδευτικοί»  θα  θέσουν την σκέψη τους σε συμμαχία με τους  δικτατορίσκους  για να παράξουν μια κοινή ανάγνωση της  Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης

    Η  βάση της μελέτης τους  θα ξεκινά  απ τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.
«Έκανε καλό στην  αυτοκρατορία η  εξέγερση», θα ουρλιάζει ευρισκόμενη  σε έκσταση «αυτό θα τους νοιάζει μόνο  γιατί  θα τρων ακόμη απ την αυτοκρατορία, θα τρων απ τον  πόνο μας και θα γεμίζουν τα σπίτια  τους με  χρυσάφι»

  Απ τα  τείχη της πόλης καθώς  θυμόταν  όλα όσα είχε  ζήσει στην πόλη  έβλεπε αυτό το βράδυ τον κοινό  στρατό  του Κατακουζηνού και του Παλαιολόγου να  καταφθάνει και να παίρνει  θέσεις  γύρω απ  αυτήν μαζί με τους Τούρκους και Σέρβους μισθοφόρους  τους


   
Πριν  την προηγούμενη   πολιορκία της είχε μιλήσει για τις μάγισσες της επανάστασης, αυτές που του άνοιξαν  τα μάτια  πριν θυσιαστούν πολεμώντας  τα θηλυκά όντα με τις  υπερφυσικές δυνάμεις  που συντηρούσαν  την κυριαρχία των   αριστοκρατών
   -Νόμιζα πως οι «μάγισσες» ήταν απλά ένας ακόμη λαϊκός θρύλος, του απάντησε η Κλαούντια
-Όχι . Τις συνάντησα. Πάνω στις σπηλιές. Και μου μιλήσαν για μια ανατολίτισσα  μαυροντυμένη  που θα διαβαίνει   τις εποχές και τους αιώνες  και θα αποδίδει δικαιοσύνη με το τόξο της. Αυτή με έσωσε απ την κρεμάλα
-Θα υπάρχουν ακόμη. Θα είναι εκεί έξω, απάντησε με  την αγωνία  έκδηλη στην  φωνή της η Κλαούντια, πρέπει να τις βρούμε. Δεν γίνεται η παράδοση των μαγισσών να  χάθηκε.
-100 χρόνια δεν τις συνάντησα ξανά πουθενά
-Δεν γίνεται σου λέω η αναγκαιότητα που τις γέννησε πριν 10 χρόνια να  χει εκλείψει. Θα υπάρχουν εκεί έξω…στις σπηλιές… στον Όλυμπο έχει σπηλιές. Πρέπει να πάμε να τις βρούμε. Να βοηθήσουν την πόλη. Να  μας  δείξουν πώς να υπερασπιστεί  ο λαός όσα έχουμε πετύχει εδώ. Την ελευθερία μας Οδυσσέα
Ο Οδυσσέας την έπιασε απ τα μπράτσα
-Ηρέμησε Κλαούντια. Η μόνη που χω γνωρίσει  αυτά τα 100 χρόνια που να  τις μοιάζει είσαι εσύ. Χορεύεις και βλέπεις  το μέλλον. Δεν  υπάρχουν . είναι μάταιο και επικίνδυνο ενώ πλησιάζουν οι Σλάβοι με τον Κατακουζηνό να  βγεις εκεί έξω
  Η Κλαούντια δεν τον πίστευε




-Κάνεις λάθος Οδυσσέα. Λάθος. Υπάρχουν . πρέπει να πάμε στον Όλυμπο
-Αν υπήρχαν  αγάπη μου θα  μας είχαν βρει αυτές
-Ακόμη και   δίκιο να χεις …η Σύρια;  Η μαυροφορεμένη  Σύρια;  Δεν γίνεται να μην υπάρχει

«Μάταια προσπαθούσα να σε  σώσω  απ τον εαυτό σου αγάπη μου» μονολογούσε τώρα  κοιτώντας τον Θερμαϊκό  κόλπο  ο Οδυσσέας
   Η Κλαούντια  βγήκε  κρυφά απ αυτόν έξω πα τα τείχη και εξαφανίσθηκε
Οι  περίπολοι  των πολιορκητών  την εντόπισαν. Την κυνήγησαν. Την βασάνισαν , την βίασαν επανειλημμένα   πριν  στείλουν την  Θεοδώρα









  
Η  γυναίκα  του  στρατηγού πλησίασε  γυμνή  στα τείχη κρατώντας έναν  ανθρώπινο καρπό  στο χέρι της. Με όλη της; την υπεράνθρωπη  δύναμη  τον εκσφενδόνιση και  αυτός έπεσε στην πολεμίστρα στα πόδια του Οδυσσέα. Αυτός αναγνώρισε σε ποια άνηκε
-Κατέβα να μιλήσουμε, φώναξε  η Θεοδώρα, αν θες να την ξαναδείς  ζωντανή

   Στο μέσο της απόστασης μεταξύ των ορυγμάτων των πολιορκητών και των τειχών της πόλης είχε στηθεί μια μεγάλη σκηνή. Εκεί  τον περίμενε ολόγυμνη  η Θεοδώρα
-Σε ξέρω μπάσταρδε, του  είπε  μόλις  τον αντίκρισε, έρχεσαι από παλιά
-Από 100 χρόνια  πριν. Είσαι ίδια με  κείνη την Ευρυδίκη;
-Δεν ήταν απλά μια «εκείνη» , ήταν Αρχόντισσα της Τάξης.  Μια γυναίκα με δύναμη που κατάφερε και ένωσε  τις εξουσίες όλων των γυναικών με  δύναμη . Χάρις την Ευρυδίκη οι  γαιοκτήμονες αποκτήσαμε  περισσότερη δύναμη  απ τον Αυτοκράτορα  μέσα σε  αυτά τα 100 χρόνια
-Δεν μας κλέβει εκείνος πλέον τις ζωές μας αλλά  εσείς
-Οι ζωές είναι κλεμμένες  απ την στιγμή που γεννιέστε. Ειλικρινά  τώρα, πιστεύεις πως ο κόσμος  πρέπει να μείνει  στα χέρια όσων  γεννιούνται  μέσα στα σπαρτά; Μέσα σε άθλια αντίσκηνα; Να αφεθεί ο κόσμος στα χέρια των  παιδιών  των  δούλων , των υπηρετριών που τις βίασε ο αφέντης ή ο  γιος του αφέντη;  Στα χέρια  παιδιών που ναι σπόροι βιασμού των στρατιωτών;
  Δεν  νομίζεις πως υπάρχει κάποιος  θείος λόγος που  κάποιοι γεννιούνται μέσα σε παλάτια  και πύργους και κάποιοι μέσα στις λάσπες των σπαρτών;
  Δεν νομίζεις πως υπάρχει κάποιος λόγος  που στην φύση υπάρχουν τα σκουλήκια και οι αετοί;
   Ο Οδυσσέας  χαμογέλασε  ειρωνικά
-Δεν νομίζεις πως  8 χρόνια τώρα στην Θεσσαλονίκη  τα σκουλήκια όπως μας λες  νικάμε και απωθούμε  συνεχώς  τους αετούς όπως αυτό-αποκαλείς την  τάξη  σου;
-Για πόσο ακόμη  αγαπητέ μου; Εμείς δεν θα πάψουμε να ερχόμαστε  ξανά και ξανά. Έχουμε πίσω μας  πρόσβαση στον πλούτο μιας αχανούς αυτοκρατορίας . Εσείς τι έχετε;
Κάποια  χωράφια  και  λίγο  ναυτικό εμπόριο
-Μέχρι στιγμής πάντως  το ζόρι το χει ο αυτοκράτορας σας μαζί με τον πατριάρχη και τον φεουδάρχη σας. Εμείς  περνάμε  μια χαρά. Εσείς  τα  χετε βρει  σκούρα
-Σου βιάσαν οι χειρότεροι των στρατιωτών μας την κοπέλα. Αφού την βασάνισαν  φυσικά. Δεν ξέρω με ποια σειρά πάντως  2 μέρες  δεν την αφήνουν να κοιμηθεί. Μια την βιάζουν , μια την μαστιγώνουν, του απάντησε  γελώντας  χαιρέκακα
   Ο Οδυσσέας τράβηξε το σπαθί του και η  Θεοδώρα  γέλασε δυνατά
-Ειλικρινά πιστεύεις πως μπορείς να με σκοτώσεις  με αυτό το πραγματάκι;
-Θα σε κρατήσω ζωντανή να σε  ανταλλάξω με τη Κλαούντια
   Με δυο αστραπιαίες  κινήσεις   η  Θεοδώρα σηκώθηκε πέρασε πίσω απ τον Οδυσσέα , του άρπαξε τα χέρια και   έσφιξε τόσο δυνατά που το  σπαθί έπεσε  απ τα χέρια  του . Αμέσως έσκυψε το άρπαξε και με την δύναμη της  χαμογελώντας πάντα ειρωνικά   του λύγισε την λαβή μέχρι να το σπάσει
-Μάλλον δεν γνωρίζεις  ακριβώς τι  είναι οι  Αρχόντισσες της Τάξης και με  τι δυνάμεις μας έχει προικίσει η  φύση
  Ο Οδυσσέας σάστισε. Δεν περίμενε να βιώσει αυτό που μόλις πριν είχε  ζήσει
Η Θεοδώρα συνέχισε να μιλάει
-Η φύση μας έχει κληρονομήσει με πολλά χαρίσματα και δυνάμεις , δυστυχώς όμως όχι με την αθανασία. Εσύ είσαι   Ταξιδευτής , σε προίκισε  η φύση με το χάρισμα της αθανασίας και σε  ζηλεύω για αυτό.
Απ την  άλλη υπάρχουν και οι Μάγισσες της  Επανάστασης,  τις οποίες  η φύση δεν τις έχει προικίσει με τίποτα
  Εμάς  γέννησε η  φύση τελείες ενώ αυτές προσπαθούν μελετώντας την φύση να γίνουν τέλειες
  Μάταιος κόπος.
Πόσο τέλεια μπορεί να ναι η κυρά σου  με ένα πλέον χέρι;
-Άστην να ζήσει.
-Αν μου ανοίξεις  τις πύλες της Θεσσαλονίκης σου υπόσχομαι εσύ και αυτή να  μείνετε  αλώβητοι απ το  λεπίδι μας
   Ο Οδυσσέας  βγήκε   απ την σκηνή μην μπορώντας να περπατήσει
Η απόφαση του ήταν δύσκολη.
Η τύχη της πόλης, η τύχη του λαού  κόντρα στην ζωή της Κλαούντια
Περπάτησε  και μπήκε  απ την κεντρική πύλη με δυσκολία στην πόλη
Εκεί τον περίμενε  ο Λέοντας που τον έπιασε  στα χέρια του μόλις σωριάστηκε

Την ίδια στιγμή η Θεοδώρα  επέστρεφε στο στρατόπεδο των πολιορκητών

Οι στρατιώτες  ήταν παρατεταγμένοι   με σκυμμένο το κεφάλι τους όλοι
Ο  άντρας της ο Στρατηγός  είχε δώσει  ρητή εντολή κανείς να μην  την δει γυμνή

Μόνο ένας Σέρβος στρατιώτης πίστεψε πως θα μπορέσει να  ξεγελάσει μια Αρχόντισσα της Τάξης και να  πάρει λίγο μάτι απ την γύμνια της
   Η Θεοδώρα πέρασε με αργά βήματα  ανάμεσα απ τους  συναδέλφους του. Στάθηκε μπροστά  του . Άπλωσε το χέρι της στο στέρνο  του και του ξερίζωσε την καρδιά  πριν  συνεχίσει να  περπατάει αργά προς την σκηνή του άντρα της
  Το μήνυμα που πέρασε ήταν σαφέστατο.
Ο αυτοκρατορικός στρατός μπορούσε να κάνει τα πάντα στους πάντες  αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να  δοθεί στους στρατιώτες  η πολυτέλεια  του να νιώσει το σώμα  ή το πνεύμα τους  κάτι  για  τους ανωτέρους τους πέραν της τυφλής υποταγής










Το πρωί όταν οι πολιορκητές πετάξαν το  σώμα της Κλαούντια έξω απ τα τείχη ο Οδυσσέας  βγήκε έξω και έπεσε από πάνω του  ουρλιάζοντας
«την σκότωσα»
Μπορεί αν μπορούσε να πεθάνει ο ίδιος  αλλά εκείνη την μέρα  κάτι είχε πεθάνει  μέσα του και το σκότωσε ο ίδιος


Σε λίγο θα ξεκινούσε  η μάχη
Ο ατελείωτος αυτοκρατορικός στρατός θα ηττούνταν  και  η  Θεοδώρα θα έπεφτε στα  χέρια του  Οδυσσέα καθώς ο άντρας της την παράτησε  για να  σώσει το τομάρι του
  Τράβηξε την λεπίδα του καθώς της  έσφιγγε τον λαιμό με  δύναμη
Η Θεοδώρα προσπάθησε να ενεργοποιήσει όλες τις δυνάμεις που τις είχε χαρίσει η  φύση όμως  η ανθρώπινη οργή του Οδυσσέα εκείνη την στιγμή  δε μπορούσε να υπερνικηθεί
Ύψωσε το λεπίδι του να της κόψει τον λαιμό όμως ένα  χέρι τον σταμάτησε
Γύρισε και αντίκρισε  την μαυροφορεμένη  Ανατολίτισσα
-Μην πάρεις το κρίμα να σκοτώσεις  γυναίκα,  του  είπε και με  μια κίνηση  τράβηξε το  γιαταγάνι της και έκοψε το κεφάλι της Θεοδώρας…

Η πόλη  δεν άντεχε.  Είχε φτάσει πλέον στα όρια της. Η επίθεση τώρα ξεκινούσε ξανά. Οι  ζηλωτές  Θεσσαλονικείς  αμύνθηκαν ηρωικά όμως τελικά μετά από 9  χρόνια ελευθερίας  το σκοτάδι του φωτός της  Ορθοδοξίας των  γαιοκτημόνων και των αυτοκρατόρων ξανάριχνε την σκιά του 
  Οι νικητές   περηφανεύτηκαν πως δεν αφήσαν  κανέναν  ζωντανό 
Ο σπόρος της  ελευθερίας είχε πεθάνει
Αυτό άκουσε να συζητάνε  οι κατακτητές όταν βγήκε μέσα απ τους υπονόμους ο Οδυσσέας 15 μέρες μετά την πτώση πόλης
  Η Θεσσαλονίκη  δεν θα ήταν ποτέ ξανά  η ίδια όμως και ο ίδιος πλέον ήταν  ένας άλλος άνθρωπος
   Το  ανήξερο παιδί που αναζητούσε απαντήσεις είχε πλέον  μετατραπεί σε έναν άντρα  που θα αναζητούσε μόνο ένα πράμα
Την εκδίκηση απ τους άρχοντες αυτού  του  κόσμου



Σχόλια